- ανταγαπώ
- (AM ἀνταγαπῶ, -άω)αγαπώ και εγώ, ανταποδίδω σε κάποιον την αγάπη του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντερώ — (I) ἀντερῶ ( άω) (Α) 1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ αγαπά 2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα. (II) ἀντερῶ ( έω) (Α) 1. θα αντιμιλήσω 2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα οι αντιρρήσεις … Dictionary of Greek